• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
legal aid n (service of a lawyer)νομική βοήθεια επίθ + ουσ θηλ
  συμβουλή από δικηγόρο φρ ως ουσ θηλ
 This is a complicated matter, so I would advise you to seek legal aid.
legal aid n (free or subsidized legal assistance) (νομική)ένδικο βοήθημα πενίας, ευεργέτημα πενίας, δικαίωμα πενίας φρ ως ουσ ουδ
  νομική βοήθεια, δικαστική συνδρομή, δικαστική αρωγή επίθ + ουσ θηλ
 The migrant worker's family received pro bono assistance from legal aid attorneys.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση legal aid στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «legal aid».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!